- τελήεις
- και τελέεις, -εσσα, -εν, Α1. άρτιος, τέλειος («οὔ σφιν ἔρεξα τεληέσσας ἑκατόμβας», Ομ. Ιλ.)2. (ιδίως για οιωνό) αυτός που επαληθεύεται («τεληέντων οἰωνῶν», Ύμν. Ερμ.)3. (για προφητεία) βέβαιος («τελέεντ' ἔπεα», Τυρτ.)4. φρ. «ὠκεανοῑο τελήεντος ποταμοῑο»i) ποταμός στον οποίο εκβάλλουν όλοι οι άλλοι ποταμοίii) ωκεανός που εκβάλλει στον εαυτό του, που ανακυκλώνεται συνεχώς.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. τελήεις < τέλος + κατάλ. -ήεις (βλ. λ. -όεις) πιθ. κατά τα φωνήεις, τεχνήεις].
Dictionary of Greek. 2013.